πληθυσμός

πληθυσμός
ο население;

αστικός πληθυσμός — или ο πληθυσμός των πόλεων — городское население;

ο άμαχος πληθυσμός — мирное население;

απογραφή τού πληθυσμού — перепись населения;

η πυκνότης τού πληθυσμού — плотность населения;

η μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη — самый крупный по количеству населения город


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πληθυσμός" в других словарях:

  • πληθυσμός — a making multiple masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληθυσμός — Το σύνολο των ανθρώπων που ζουν σ’ έναν ορισμένο χώρο. Κατ΄ επέκταση, ο όρος, κυρίως υπό την επίδραση της αγγλοσαξονικής ορολογίας, πήρε πλατύτερη έννοια, ώστε σήμερα να γίνεται λόγος π.χ. για αγροτικό π., για αστικό π., για π. μαθητών ή ακόμα… …   Dictionary of Greek

  • πληθυσμός — ο το σύνολο των κατοίκων ενός τόπου: Η μετανάστευση μείωσε επικίνδυνα τον πληθυσμό πολλών περιοχών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σαμογέτες — Πληθυσμός, άλλοτε πολυάριθμος, που ανήκει στον ουραλοαλταϊκό κορμό και ασχολείται με τη νομαδική κτηνοτροφία ταράνδων. Σήμερα οι Σ. ζουν στην αυτόνομη επαρχία Νόιετς (Νόιετς είναι το εθνικό όνομά τους) και στη λεκάνη του κάτω ρου του Ομπ. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Εσκιμώοι — Πληθυσμός αρχαίας προέλευσης, ο οποίος σήμερα είναι εγκατεστημένος σε διάφορες περιοχές, από τη Γροιλανδία μέχρι τη βορειοανατολική Σιβηρία. Οι ομάδες της αμερικανικής ηπείρου αλληλοχαρακτηρίζονται με την ονομασία Ινουίτ, που σημαίνει άνθρωποι. Η …   Dictionary of Greek

  • Ντανάκιλ — Πληθυσμός της ανατολικής Αφρικής ο οποίος αποτελεί την εθνική πλειονότητα του γαλλικού υπερπόντιου εδάφους, που ήταν γνωστό παλαιότερα ως Γαλλική Σομαλία και σήμερα ως Γαλλικό Έδαφος των Αφάρ και των Ισά Αφάρ (που σημαίνει οι ελεύθεροι), είναι… …   Dictionary of Greek

  • Οστιακοί — Πληθυσμός του κορμού των Μογγολιδών, εγκατεστημένος μεταξύ των Ουραλίων και του ποταμού Ομπ της Ρωσίας. Οι κάτοικοι στην περιοχή των Ουραλίων ονομάζονται και Βογγούλοι ή Μαντζ, ενώ οι κάτοικοι της αριστερής όχθης του ποταμού Γεννισέη ονομάζονται… …   Dictionary of Greek

  • Τσεροκοί — Πληθυσμός ιθαγενών της Βορείου Αμερικής, που κατοικούσε στην περιοχή που περιλαμβάνει τις σημερινές πολιτείες Βιρτζίνια, Νότια και Βόρεια Καρολίνα, Τζώρτζια και Αλαμπάμα. Ήταν γεωργικός λαός και είχαν ιδρύσει πολυάριθμα χωριά. Σύμμαχοι της… …   Dictionary of Greek

  • Τσιγγάνοι — Πληθυσμός αρχαίας καταγωγής, που ζει ακόμα και σήμερα κατά νομαδικό τρόπο στην κεντρική και μεσογειακή Ευρώπη. Εμφανίστηκαν στην πεδιάδα του Δούναβη κατά τον 10o αι. και η προέλευσή τους είναι αντικείμενο πολλών απόψεων. Αν και δεν αποτελούν… …   Dictionary of Greek

  • πληθυσμοῦ — πληθυσμός a making multiple masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληθυσμῷ — πληθυσμός a making multiple masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»