πληθυσμός — a making multiple masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθυσμός — Το σύνολο των ανθρώπων που ζουν σ’ έναν ορισμένο χώρο. Κατ΄ επέκταση, ο όρος, κυρίως υπό την επίδραση της αγγλοσαξονικής ορολογίας, πήρε πλατύτερη έννοια, ώστε σήμερα να γίνεται λόγος π.χ. για αγροτικό π., για αστικό π., για π. μαθητών ή ακόμα… … Dictionary of Greek
πληθυσμός — ο το σύνολο των κατοίκων ενός τόπου: Η μετανάστευση μείωσε επικίνδυνα τον πληθυσμό πολλών περιοχών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σαμογέτες — Πληθυσμός, άλλοτε πολυάριθμος, που ανήκει στον ουραλοαλταϊκό κορμό και ασχολείται με τη νομαδική κτηνοτροφία ταράνδων. Σήμερα οι Σ. ζουν στην αυτόνομη επαρχία Νόιετς (Νόιετς είναι το εθνικό όνομά τους) και στη λεκάνη του κάτω ρου του Ομπ. Οι… … Dictionary of Greek
Εσκιμώοι — Πληθυσμός αρχαίας προέλευσης, ο οποίος σήμερα είναι εγκατεστημένος σε διάφορες περιοχές, από τη Γροιλανδία μέχρι τη βορειοανατολική Σιβηρία. Οι ομάδες της αμερικανικής ηπείρου αλληλοχαρακτηρίζονται με την ονομασία Ινουίτ, που σημαίνει άνθρωποι. Η … Dictionary of Greek
Ντανάκιλ — Πληθυσμός της ανατολικής Αφρικής ο οποίος αποτελεί την εθνική πλειονότητα του γαλλικού υπερπόντιου εδάφους, που ήταν γνωστό παλαιότερα ως Γαλλική Σομαλία και σήμερα ως Γαλλικό Έδαφος των Αφάρ και των Ισά Αφάρ (που σημαίνει οι ελεύθεροι), είναι… … Dictionary of Greek
Οστιακοί — Πληθυσμός του κορμού των Μογγολιδών, εγκατεστημένος μεταξύ των Ουραλίων και του ποταμού Ομπ της Ρωσίας. Οι κάτοικοι στην περιοχή των Ουραλίων ονομάζονται και Βογγούλοι ή Μαντζ, ενώ οι κάτοικοι της αριστερής όχθης του ποταμού Γεννισέη ονομάζονται… … Dictionary of Greek
Τσεροκοί — Πληθυσμός ιθαγενών της Βορείου Αμερικής, που κατοικούσε στην περιοχή που περιλαμβάνει τις σημερινές πολιτείες Βιρτζίνια, Νότια και Βόρεια Καρολίνα, Τζώρτζια και Αλαμπάμα. Ήταν γεωργικός λαός και είχαν ιδρύσει πολυάριθμα χωριά. Σύμμαχοι της… … Dictionary of Greek
Τσιγγάνοι — Πληθυσμός αρχαίας καταγωγής, που ζει ακόμα και σήμερα κατά νομαδικό τρόπο στην κεντρική και μεσογειακή Ευρώπη. Εμφανίστηκαν στην πεδιάδα του Δούναβη κατά τον 10o αι. και η προέλευσή τους είναι αντικείμενο πολλών απόψεων. Αν και δεν αποτελούν… … Dictionary of Greek
πληθυσμοῦ — πληθυσμός a making multiple masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληθυσμῷ — πληθυσμός a making multiple masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)